Τρωτότητα των πόλεων στην κλιματική αλλαγή
Η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της είναι ήδη εμφανείς στην Ελλάδα. Ήδη παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασίας, αλλαγές στα μοτίβα της βροχόπτωσης και αύξηση της συχνότητας και της έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων όπως οι καύσωνες, οι πλημμύρες και η ξηρασία. Σύμφωνα με έρευνες μέχρι το 2050 οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ημέρες ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά. Επιπλέον, η θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά 3-4 οC. Ακόμα κι αν εφαρμοστούν ισχυρές πολιτικές μετριασμού, κάτι το οποίο γίνεται ήδη σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, το κλίμα θα συνεχίσει να αλλάζει προς το χειρότερο στο μέλλον.[1] Στην εικόνα που ακολουθεί απεικονίζεται η μεταβολή της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας κατά τα διαστήματα 2026-2045 και 2046-2065 σε σχέση με τη περίοδο 1971-2000.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ευρώπης κατοικεί σε πόλεις, επομένως γίνεται αντιληπτό ότι οι πόλεις θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην συνολική εφαρμογή στρατηγικών προσαρμογής έναντι της κλιματικής αλλαγής. Η αστική προσαρμογή δεν είναι μόνο σημαντική για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής των κατοίκων αλλά και για να διατηρηθεί ο σημαντικός κοινωνικό-οικονομικός τους ρόλος καθώς οι πόλεις συνδέονται στενά μεταξύ τους αλλά και με τις μη αστικές περιοχές αφού εξαρτώνται από υπηρεσίες που πηγάζουν από αυτές για νερό, ενέργεια, τρόφιμα κτλ.[2].
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αστικού περιβάλλοντος είναι η έντονη ετερογένεια του, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία κατά τη μελέτη των πιθανών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την εκτίμηση της τρωτότητας του. Η αντικατάσταση της βλάστησης και των φυσικών υλικών με τεχνητές επιφάνειες και κτίρια δημιουργεί πλήθος διαφορετικών μικροκλιμάτων εντός της πόλης που διαφέρουν μεταξύ τους σε σχέση με τη θερμοκρασία, την υγρασία, την διεύθυνση του ανέμου κ.α.. Πόλεις που θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες κλιματικές μεταβολές πιθανόν θα αντιμετωπίσουν διαφορετικές επιπτώσεις εξαιτίας του ετερογενή αστικού σχεδιασμού. Για παράδειγμα πόλεις ή γειτονιές με υψηλή πυκνότητα δομημένων επιφανειών οι οποίες αποθηκεύουν θερμότητα είναι περισσότερο τρωτές από πόλεις ή γειτονιές με μικρότερη δόμηση και άρα μεγαλύτερο ποσοστό φυσικών επιφανειών.
Πολλές μελέτες στη διεθνή βιβλιογραφία επιχειρούν να αναπτύξουν θεωρητικά πλαίσια για την αξιολόγηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, η έννοια της τρωτότητας και η εκτίμηση αυτής έχει καταστεί ένα σημαντικό θεωρητικό εργαλείο για τη διαχείριση κινδύνων και καταστροφών που επιφέρει η αλλαγή του κλίματος[3],[4]. Η εκτίμηση της τρωτότητας χρησιμοποιείται σε πολλά πεδία εφαρμογής και για ποικίλες ομάδες στόχων. Τρία ευδιάκριτα πεδία εφαρμογής είναι: α) η υιοθέτηση μακρόχρονων στόχων για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, β) η αναγνώριση ιδιαιτέρως τρωτών περιοχών ή/ και κοινωνικών ομάδων για την ιεράρχηση πόρων που θα κατευθυνθούν στην έρευνα για την προσαρμογή και γ) η διατύπωση προτάσεων για τη λήψη μέτρων προσαρμογής σε επιλεγμένες περιοχές και τομείς.
Σε έκθεση του IPCC[5] η τρωτότητα ορίζεται ως ο βαθμός στον οποίο ένα σύστημα είναι ευαίσθητο και ανίκανο να αντιμετωπίσει αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της μεταβλητότητας του κλίματος και των ακραίων φαινομένων. Η τρωτότητα είναι μια συνάρτηση του χαρακτήρα, του μεγέθους και του ρυθμού της κλιματικής αλλαγής και της μεταβολής στην οποία εκτίθεται ένα σύστημα, της ευαισθησίας του και της προσαρμοστικής του ικανότητας.
(KPMG US (2012) and Maplecroft (2012), The Climate Change and Environmental Risk Atlas)
Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται διάφοροι τρόποι και μεθοδολογίες εκτίμησης της τρωτότητας με κοινή πρόκληση όλων αυτών να είναι η ανάπτυξη και χρήση αξιόπιστων δεικτών με εφαρμογή σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Επιπρόσθετα καθώς η εκτίμηση της τρωτότητας είναι μία πολύπλοκη μεθοδολογία εκτίμησης κινδύνου, οι δείκτες που πρέπει να αναπτυχθούν απαιτείται να καλύπτουν τόσο το γεωφυσικό όσο και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον[6]. Γενικότερα τα σύνθετα γεωφυσικά και κοινωνικοοικονομικά συστήματα απαιτούν μεγάλο αριθμό δεικτών για την καταγραφή όλων των πτυχών της τρωτότητας, και επομένως η εκτίμηση της αντιμετωπίζει προκλήσεις για την επιλογή των απαραίτητων δεικτών, την δημιουργία ενός σύνθετου δείκτη και τη σύνδεση αυτού με τη διαμόρφωση πολιτικών προσαρμογής. Η χρήση κατάλληλων δεικτών είναι σημαντική για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο και την ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σε θέματα κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σε αυτή. Βοηθά στην ανάλυση και την αξιολόγηση, υποστηρίζει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και βοηθά στην επικοινωνία μεταξύ των πολιτών και της κοινωνίας. Επιπλέον, οι δείκτες μπορούν να βοηθήσουν την κοινότητα στον καθορισμό αποτελεσματικών μέτρων προσαρμογής και επίσης να χρησιμεύσουν ως σημαντικά εργαλεία για την παρακολούθηση της επίτευξης των προβλεπόμενων στόχων.
Βάσει των παραπάνω, στο έργο ADAPT2CC εξετάστηκε μια πληθώρα δεικτών που χρησιμοποιούνται στη διεθνή βιβλιογραφία και μπορούν, σε ποσοτικό επίπεδο, να αποτιμήσουν την κάθε διάσταση και να δείξουν τις διαφορές στην τρωτότητα μεταξύ περιοχών και οι οποίοι μπορούν να εκτιμηθούν μέσω δορυφορικών και επίγειων δεδομένων. Στην ουσία, η επιλογή των δεικτών στοχεύει στην έκφραση των διαφορών:
- στα φυσικά χαρακτηριστικά των περιοχών,
- στη παρουσία κρίσιμων υποδομών και
- στο επίπεδο ζωής των κατοίκων.
Η διάσταση της «ποιότητας» του φυσικού περιβάλλοντος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη τρωτότητα στη θερμική επιβάρυνση καθώς αυτό δέχεται συνεχείς πιέσεις από την επέκταση του αστικού περιβάλλοντος και την επίδραση του ανθρώπου. Οι δείκτες που αποτιμούν την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος σχετίζονται με το ποσοστό φυσικών επιφανειών όπως η βλάστηση, τη κλιματική κατάσταση της ατμόσφαιρας και τη θερμική άνεση που προκύπτει από αυτό. Το αστικό περιβάλλον σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που σχεδιάστηκε μια πόλη και ο σχεδιασμός αυτός συνδέεται άμεσα με τη τρωτότητα στη θερμική επιβάρυνση. Για να αποτιμηθεί η ποιότητα του σχεδιασμού χρησιμοποιούνται ως δείκτες μεταβλητές όπως ο βαθμός αδιαπερατότητας του εδάφους, η ανακλαστικότητα των επιφανειών, η επιφανειακή θερμοκρασία, η χωρική κατανομή των θερμών σημείων (hot spots), η ύπαρξη διαδρόμων αερισμού και το ποσοστό δομημένων και βιομηχανικών χρήσεων γης. Η τρίτη διάσταση αφορά το ανθρωπογενές περιβάλλον δηλαδή την αλληλεπίδραση μεταξύ κατοίκων και πόλης όσον αφορά τη θερμική επιβάρυνση. Δείκτες που μπορούν να αποτιμήσουν αυτή τη διάσταση είναι η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, η πυκνότητα και ένταση των πηγών ανθρωπογενούς θερμότητας, ο μέσος χρόνος πρόσβασης σε κρίσιμες υποδομές όπως τα νοσοκομεία και ο μέσος χρόνος πρόσβασης σε δροσερά μέρη όπως τα πάρκα.
Οι διαστάσεις και οι μεταβλητές (δείκτες) που αποτελούν μέρη του σύνθετου δείκτη θερμικής επιβάρυνσης λόγω κλιματικής αλλαγής συνοψίζονται στον παρακάτω Πίνακα:
Φυσικό περιβάλλον | Αστικό Περιβάλλον | Ανθρωπογενές περιβάλλον |
Ποσοστό φυτοκάλυψης | βαθμός αδιαπερατότητας των δομημένων επιφανειών | ενεργειακή απόδοση των κτιρίων |
κλιματικές παράμετροι (π.χ. θερμοκρασία αέρα, βαθμοημέρες ψύξης κ.α.) | ανακλαστικότητα της επιφάνειας | Πυκνότητα και ένταση ανθρωπογενούς θερμότητας |
θερμική άνεση | επιφανειακή θερμοκρασία | Μέσος χρόνος πρόσβασης σε κρίσιμες υποδομές |
χωρική κατανομή των θερμών σημείων των πόλεων (hot spots) | Μέσος χρόνος πρόσβασης σε πάρκα | |
διάδρομοι αερισμού (λόγος ύψος κτιρίου/ πλάτος δρόμου) | ||
Ποσοστό δομημένων εκτάσεων και βιομηχανικών χρήσεων γης |
[1] Διανέοσις, 2021. Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας https://www.dianeosis.org/research/climate_change/
[2] United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2019). World Urbanization Prospects: The 2018 Revision (ST/ESA/SER.A/420). New York: United Nations.
[3] Jurgilevich, A., Räsänen, A., Groundstroem, F., & Juhola, S. (2017). A systematic review of dynamics in climate risk and vulnerability assessments. Environmental Research Letters, 12(1), 013002.
[4] Ford, J. D., Pearce, T., McDowell, G., Berrang-Ford, L., Sayles, J. S., & Belfer, E. (2018). Vulnerability and its discontents: the past, present, and future of climate change vulnerability research. Climatic Change, 151(2), 189-203.
[5] IPCC, 2007: Climate Change 2007: Impacts, Adaptation and Vulnerability. Contribution of Working Group II to the Fourth Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change, M.L. Parry, O.F. Canziani, J.P. Palutikof, P.J. van der Linden and C.E. Hanson, Eds., Cambridge University Press, Cambridge, UK, 976pp.
[6] El-Zein, A., & Tonmoy, F. N. (2015). Assessment of vulnerability to climate change using a multi-criteria outranking approach with application to heat stress in Sydney. Ecological Indicators, 48, 207-217.